ολημερίς εχτίζανε τ' αρχόντου το παλάτι
μέσα στον ήλιο, στη βροχή και μες στο ξεροβόρι.
Δεν τους πονούσε το μυστρί μήτε το πηλοφόρι
μήτε ο ήλιος κι η βροχή μήτε το ξεροβόρι
κι όλο την πείνα βρίζανε και τηνε καταριόνταν:
"Ανάθεμά σε, πείνα μου και μυριανάθεμά σε
που μου φλογίζεις την κοιλιά και το μυαλό θολώνεις
στη γη δειλά να περπατώ και με σκυφτούς τους ώμους,
να λιβανίζω δουλικά τους θρόνους της κατάντιας
να διώξω τσ' αφεντοληστές και τους αρχοντοκλέφτες!"...