Με αφορμή ένα άρθρο του delta στο "Ξάνθη Φιλοσοφείν", σχετικά με τη στάση μας απέναντι σε όσους μας κάνουν κακό και γενικότερα την έννοια της συγχώρεσης ( http://nekthl.blogspot.com/2010/01/blog-post_26.html ), θέλω να θυμίσω το παράδειγμα της έμπρακτης αγάπης που μας έδωσε ο μεγαλύτερος μύστης στην κορυφαία (κατά τη γνώμη μου) στιγμή της ζωής του...
[ Προς διευκόλυνση της κατανόησης: αφηγείται ένας Ρωμαίος στρατιώτης σε έναν φίλο του λίγο μετά από τα γεγονότα ]
ήμουν εκεί σου λέω
δίπλα ακριβώς στον κάθετο κορμό
τα πόδια Του τα ματωμένα σχεδόν αγγίζανε το κράνος μου
πάλεψα μάλιστα με δυο τρεις άλλους
να μπω κι εγώ στη μοιρασιά
εκεί που ρίχνανε τον κλήρο της ντροπής
όμως δεν πρόλαβα.
Κι όλο γελούσαμε, φωνάζαμε αγριεμένοι
σαν τα τσακάλια που μεθάνε
μόλις το αίμα ερεθίσει τα ρουθούνια τους
κι άλλοι Τον έφτυναν, Τον βρίζανε
και Τον χλευάζανε σα λυσσασμένοι.
Μα μέσα στη βουή του όχλου
μες στις βρισιές και τις κατάρες
και τ' άγρια γέλια τα δαιμονικά
εγώ Τον άκουσα
- ήμουνα δίπλα Του, σου λέω -
Τον άκουσα με ξέπνοη φωνή
να ψιθυρίζει: "...άσ' τους, δεν ξέρουνε τι κάνουν...".
Κείνη τη φοβερή στιγμή
γύρισα και Τον κοίταξα κατάματα
κι ήταν το βλέμμα Του
- αν θέλεις το πιστεύεις -
ήταν γεμάτο πίκρα και στοργή και γλύκα
γεμάτο θλίψη, κατανόηση και σιγουριά
και πόνο και αγάπη
- ναι, μη γελάς, ανόητε! ΑΓΑΠΗ! -
σαν αδερφός που τα μικρότερα αδέρφια
αστόχαστα τον βασανίζουν και τον πληγώνουνε
και δεν του πάει η καρδιά να τα μαλώσει
τι είναι τυφλά κι ανίδεα και δεν καταλαβαίνουν.
Κι όταν μπροστά στο στήθος Του
έγειρε το στεφανωμένο Του κεφάλι
και ήρεμος ξεψύχησε
- θυμάσαι; -
κείνη την ώρα που σκοτείνιασε η μέρα
κι απ' τον σεισμό οι τάφοι ανοίξανε,
τότε, τότε μονάχα κατάλαβα
και έκλαψα.
Κι έγινε πάνω στο κορμί μου
καρφί και λόγχη
κείνο το "...ου γαρ οίδασι...".