Κλείνω τα μάτια
και με τα χρώματα που ανθίζουν στην ψυχή σου
στήνω της μνήμης γέφυρα, να με γυρίσει ο καιρός πίσω δυο χρόνους
εκεί στο κεντρικότερο σημείο της πόλης που αγαπήσαμε,
εκεί μες στην κατάμεστη πλατεία που πρωτοσμίξανε τα διψασμένα χείλη μας
και με προσκάλεσε το βλέμμα σου
να κατοικήσω μες στης καρδούλας σου τα δώματα...
Ποιος είμαι αλήθεια; Τι έκανα, τι πέτυχα μεγάλο,
ν' αξίζω και να μου χρωστά τέτοια η ζωή χαρά,
πόσο καλός και δίκαιος υπήρξα,
πόσους βοήθησα ή έσωσα ανθρώπους
για να μου στείλει ο Θεός, τιμή και ευλογία,
έναν απ' τους αγγέλους Του,
σύντροφος και συνοδοιπόρος να μου σταθεί;...
Τώρα που πιάνω ολόγυρα σήματα στους αιθέρες
και μυστικά καλέσματα τα σπλάχνα μου δονούνε,
τώρα που ξεφυτρώνουνε δειλά και πλαταγίζουν
φτερά πάνω στους ώμους μου μ' ανυπομονησία,
πλάσμα γλυκό και τρίσχαρο, μορφή μου λατρεμένη,
αγαπημένη ύπαρξη Εσύ, κοντά μου μείνε,
να με γεμίζεις δύναμη όταν λιγοψυχάω,
απ' το μοσχάτο στόμα σου νέκταρ ζωής να πίνω,
μες στης αγάπης σου το Φως να λούζεται η ψυχή μου,
να ξαποσταίνω απ' τον καπνό και τη βουή της μάχης,
να δένεις τις λαβωματιές, να κλείνεις τις πληγές μου,
να μου θυμίζεις σαν ξεχνώ την Ανθρωπιά, το Δίκιο,
να μ' οδηγείς ερωτικά στην πιο βαθιά μου ουσία
και να με σπρώχνεις με στοργή ξανά προς την ευθύνη...